- απογύρι
- το , απογύραά, απογύρίδα η обл1) гулянье; 2) окольный путь, обход;
μιλάω με απογύρα — говорить с увёртками, крутить;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιλάω με απογύρα — говорить с увёртками, крутить;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόγυρος — ο κ. απογύρι, το κ. γυριά, η [γύρος] Ι. 1. γύρος, βόλτα 2. γυριστός δρόμος, λοξοδρομία 3. συζήτηση με υπαινιγμούς και περιστροφές («κάνεις γύρους κι απόγυρους για να μπεις στο θέμα») II. επίρρ. απόγυρα 1. όχι κατευθείαν 2. έμμεσα … Dictionary of Greek